- κρουστοϋφαίνω
- υφαίνω πυκνά, κρουστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κρουστά (< κρουστός) + υφαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουστόφαντος — η, ο πυκνά, κρουστά υφασμένος («και τόσο κρουστόφαντα είναι τα λινά που τρέχει ογρό το λάδι», Εφταλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουστοΰφαντος < κρουστοϋφαίνω] … Dictionary of Greek